Πέμπτη 1 Ιουνίου 2017

ο Καζαντζάκης στα Καρούλια



Νίκος Καζαντζάκης - Στὰ Καρούλια

π τν «ναφορ στν Γκρέκο», ἐκδ. λ. Καζαντζάκη, 1964.
Τελείωνε πιὰ τ προσκύνημά μας.
Τς παραμονς το μισεμο πρα τννήφορο μοναχός, ν᾿ νέβω στ᾿ γρια συχαστήρια, νάμεσα στος βράχουςψηλ πάνω π τ θάλασσα, στ Καρούλια.
Τρυπωμένοι μέσα σ σπηλιές, ζοῦν κε κα προσεύχουνται γι τς μαρτίες το κόσμου, καθένας μακριὰ ἀπ τν λλο, γι ν μν χουν κα τν παρηγορι ν βλέπουν νθρώπους, οἱ πι γριοι, ο πι γιοι σκητς το γίου Ὄρους.
να καλαθάκι χουν κρεμασμένο στὴ θάλασσα, κι ο βάρκες, πο τυχαίνει κάποτε ν περνον, ζυγώνουν καὶ ρίχνουν μέσα λίγο ψωμί, λιές, ,τι χουν, γι ν μν φήσουν τοὺς σκητς ν πεθάνουν τς πείνας.
Πολλο π τος γριους ατοςσκητς τρελαίνουνται· θαρροῦν πς καμαν φτερά, πετον πάνω π τν γκρεμὸ κα γκρεμίζουνται· κάτω γιαλς εναι γεμάτος κόκκαλα.
νάμεσα στοὺς ρημίτες τούτους ζοσε τ χρόνια κενα, ξακουστς γι τν γιοσύνη του, ὁ Μακάριος Σπηλαιώτης. Ατν κίνησα ν δ· π τ στιγμὴ ποὺ πάτησα στὸ ερ βουνό, εχα πάρει τν πόφαση ν πάω ν τν δ, ν σκύψω νὰ το φιλήσω τ χέρι κα ν το ξομολογηθ. χι τ κρίματά μου, δν πίστευα νά ᾿χα κάμει ς τότε πολλά, χι τ κρίματά μου, παρ τν ωσφορικὴ ἀλαζονεία πο συχν μ᾿ σπρωχνε νὰ μιλ μ ναίδεια γι τ φτ μυστήρια καὶ τς δέκα ντολς κα ν θέλω ν χαράξω δικό μου δεκάλογο.
φτασα κατ τ μεσημέρι στ᾿ σκηταριά· τρπες μαρες στν γκρεμό, σιδερένιοι σταυροὶ καρφωμένοι στος βράχους, νας σκελετς πρόβαλε πὸ μιὰ σπηλιά, τρόμαξα· σὰ ν ᾿χε φτάσει κιόλας Δευτέρα Παρουσία καὶ ξεπρόβαλε ὁ σκελετς ατς π τ γς κα δν εχε κόμα προφτάσει νὰ ντυθεῖ λες τς σάρκες του. Φόβος κι ηδία μ κυρίεψε, κα συνάμα κρυφςνομολόγητος θαμασμός· δν τόλμησα ν τν ζυγώσω, τν ρώτησα ἀπ μακριά·πλωσε τ ξεραμένο μπράτσο, μίλητος, κα μο ᾿δειξε μι μαύρη σπηλιὰ ἀψηλ στ χείλια το γκρεμοῦ.
Πῆρα ν᾿ νεβαίνω πάλι τος βράχους, μ καταξέσκισαν τ᾿ γκρίφια τους,φτασα στ σπηλιά. σκυψα ν δ μέσα· μυρωδι χωματίλα κα λιβάνι, σκοτάδι βαθύ· σιγὰ-σιγ διέκρινα να σταμνάκι δεξά, σ μι σκισμάδα το βράχου, τίποτα ἄλλο· καμα ν φωνάξω, μ σιωπ μέσα στ σκοτάδι τοτο μοῦ φάνηκε τόσο ἱερή, τόσο νησυχαστική, πο δν τόλμησα· σν μαρτία, σνεροσυλία μο φάνηκε δ φων το νθρώπου.
Εἶχαν πι συνηθίσει τ μάτια μου στ σκοτάδι, κι ς τ γούρλωνα καὶ κοίταζα, ἕνας φωσφορισμς παλός, να πρόσωπο χλωμό, δυ χέρια σκελεθρωμένα κουνήθηκαν στὸ βάθος τς σπηλις κι κούστηκε γλυκι ξεπνεμένη φωνή:
— Καλῶς τον!
καμα κουράγιο, μπκα στ σπηλιά, προχώρησα κατ τ φωνή. Κουλουριασμένος χάμω, εἶχε σηκώσει τ κεφάλι σκητής, κα διέκρινα στ μεσόφωτο τὸ πρόσωπό του ἄτριχο, φαγωμένο π τς γρύπνιες κα τν πείνα, μ δειανος βολβούς, νὰ γυαλίζει βυθισμένο σ νείπωτη μακαριότητα· τ μαλλιά του εἶχαν πέσει, λαμπε τ κεφάλι του σν κρανίο.
— Εὐλόγησον, πάτερ, επα κι σκυψα ν το φιλήσω τ κοκαλιασμένο χέρι.
Κάμποση ὥρα σωπαίναμε· κοίταζα μ πληστία τν ψυχ τούτη, πο εχεξαφανίσει τ κορμί της -ατ βάραινε τς φτερογες της κα δν τὴνφηνε ν᾿ νέβει στν ορανό. νήλεο, νθρωποφάγο θερι ψυχ πο πιστεύει· κρέατα, μάτια, μαλλιά, ὅλα το τά ᾿χε φάει.
Δὲν ξερα τί ν π, π πο ν᾿ ρχίσω. Σν να στρατόπεδο στεραπ φοβερ σφαγή μο φάνταζε τ σαράβαλο κορμ μπροστά μου· ξέκριναπάνω του τς νυχις κα τς δαγκωματις το Πειρασμοῦ.
ποκότησα τέλος:
— Παλεύεις ἀ
κόμα μ τ Διάβολο, πάτερ Μακάριε; τν ρώτησα.
— Ὄ
χι πιά, παιδί μου· τώρα γέρασα, γέρασε κι ατς μαζί μου· δν χει δύναμη· παλεύω μὲ τ Θεό.
— Μὲ
τ Θεό! καμα ξαφνιασμένος· κι ἐλπίζεις ν νικήσεις;
— Ἐ
λπίζω ν νικηθ, παιδί μου· μο πόμειναν κόμα τ κόκαλα· ατ ντιστέκουνται.
— Βαριὰ
ζωή σου, γέροντά μου· θέλω κι γ ν σωθ, δν πάρχει λλος δρόμος;
— Πιὸ
βολικός; καμε σκητς κα χαμογέλασε μ συμπόνια.
— Πιὸ
νθρώπινος, γέροντά μου.
— Ἕ
νας μονάχα δρόμος.
— Πῶ
ς τν λέν;
— Ἀ
νήφορο· ν᾿ νεβαίνεις να σκαλί· π τ χορτασμ στν πείνα, πὸ τὸν ξεδιψασμ στ δίψα, π τ χαρ στν πόνο· στν κορφ τς πείνας, τῆς δίψας, το πόνου κάθεται Θεός. Στν κορφ τς καλοπέρασης κάθεται ὁ Διάβολος· διάλεξε.
— Εἶ
μαι κόμα νέος· καλή ᾿ναι γς, χω καιρ ν διαλέξω.
πλωσε σκητς τ πέντε, κόκαλα το χεριο του, γγιξε τ γόνατό μου, μὲ σκούντηξε:
— Ξύπνα, παιδί μου, ξύπνα, πρὶ
ν σ ξυπνήσει Χάρος.
νατρίχιασα.
— Εἶ
μαι νέος, ξανάπα, γιὰ ν κάμω κουράγιο.
— Ὁ
Χάρος γαπάει τος νέους· Κόλαση γαπάει τος νέους· ζωή ᾿ναινα μικρ κεράκι ναμμένο, εκολα σβήνει, χε τ νο σου, ξύπνα!
Σώπασε μιὰ στιγμή, κα σ λίγο:
— Εἶ
σαι τοιμος; μο κάνει.
γανάχτηση μ κυρίεψε καὶ πεσμα.
— Ὄ
χι! φώναξα.
— Αὐ
θάδεια τς νιότης! Τ λς κα καυχιέσαι, μ φωνάζεις· δ φοβσαι;
— Ποιὸ
ς δ φοβται; Φοβομαι. Κι λόγου σου, πάτερ γιε, δ φοβσαι; Πείνασες, δίψασες, πόνεσες, κοντεύει νὰ φτάσεις στν κορφ τς σκάλας, φάνηκε ἡ πόρτα τς Παράδεισος· μὰ θ᾿ νοίξει πόρτα ατ ν μπες; θ᾿ νοίξει; εσαι σίγουρος;
Δυὸ δάκρυα κύλησαν π τς κόχες τν ματιν του· ναστέναξε· καὶ σὲ λίγο:
— Εἶ
μαι σίγουρος γι τν καλοσύνη το Θεο· ατ νικάει κα συχωρνάει τὶς μαρτίες το νθρώπου.
— Κι ἐ
γὼ εἶμαι σίγουρος γι τν καλοσύνη το Θεο· ατ λοιπν μπορεῖ νὰ συχωρέσει κα τν αθάδεια της νιότης.
— Ἀ
λίμονο ν κρεμόμαστε μονάχα π τν καλοσύνη το Θεο· κακία τότε κι ἡ ρετ θ μπαναν γκαλιασμένες στν Παράδεισο.
— Δὲ
ν εναι, θαρρες, γέροντά μου, ἡ καλοσύνη το Θεο τόσο μεγάλη;
Κι ὡ
ς τό ᾿πα, στραψε στ νο μου νόσιος, μπορε, μά, ποις ξέρει, μπορεῖ τρισάγιος στοχασμός, πς θά ᾿ρθει καιρς τς τέλειας λύτρωσης, τῆς τέλειας φίλιωσης, θ σβήσουν ο φωτις τς Κόλασης, κι σωτος Υἱός, ὁ Σατανᾶς, θ᾿ νέβει στν ορανό, θ φιλήσει τ χέρι το Πατέρα καὶ δάκρυα θ κυλήσουν π τ μάτια του: «μαρτον!» θ φωνάξει, κι ὁ Πατέρας θ᾿ νοίξει τν γκάλη του: «Καλς ρθες» θ το πε «καλς ρθες, γιὲ μου· συχώρεσέ με πο σ τυράννησα τόσο πολύ!».
Μὰ δν τόλμησα ν ξεστομίσω τ στοχασμό μου· πρα να πλάγιο μονοπάτι νὰ το τ π.
— Ἔ
χω κουστά, γέροντά μου, πς νας γιος, δ θυμμαι τώρα ποιός, δν μποροῦσε ν βρε νάπαψη στν Παράδεισο. κουσε Θες τος στεναγμούς του, τὸν κάλεσε: «Τί χεις κιναστενάζεις;» τν ρώτησε· «δν εσαι εὐτυχής;—Πς νά ᾿μαι ετυχής, Κύριε;» το ποκρίθηκε γιος. Στ μέση μέση τῆς Παράδεισος εἶν᾿ να συντριβάνι κα κλαίει. —Τί συντριβάνι;—Τὰ δάκρυα τῶν κολασμένων».
σκητς καμε τ σημάδι το σταυρο, τ χέρια του τρεμαν.
— Ποιὸ
ς εσαι; καμε μ φων ξεψυχισμένη· παγε πίσω μου, Σαταν!
καμε πάλι τ σταυρ του τρες φορές, φτυσε στν έρα:
— Ὕ
παγε πίσω μου, Σαταν, ξανάπε, κι φωνή του τώρα εχε στερεώσει.
γγιξα τ γόνατό του πο γυάλιζε γυμν στ μεσόφωτο· τ χέρι μου πάγωσε.
— Γέροντά μου, τοῦ
κάνω, δν ρθα δ ν σ πειράξω, δν εμαι Πειρασμός· εἶμαι νας νέος πο θέλει ν πιστέψει πλοϊκά, χωρς ν ρωτάει, πως πίστευε ὁ παππούς μου χωριάτης· θέλω, μ δν μπορ.
—Ἀ
λίμονό σου, λίμονό σου, δυστυχισμένε· τ μυαλ θ σ φάει, τ γὼ θὰ σ φάει. ρχάγγελος ωσφόρος, πο σ περασπίζεσαι κα θς νὰ τὸν σώσεις, ξέρεις πότε γκρεμίστηκε στν Κόλαση; ταν στράφηκε στ Θεὸ κι εἶπε: γώ. Να ναί, κου, νεαρέ, κα βάλ᾿ το καλ στ νο σου:
να μονάχα πράμα κολάζεται στὴν Κόλαση, τὸ γώ. Τ γώ, νάθεμά το!
Τίναξα τὸ
κεφάλι πεισματωμένος:
— Μὲ
τ γ ατ ξεχώρισε νθρωπος π τ ζο, μν τ κακολογς, πάτερ Μακάριε.
— Μὲ
τ γ ατ ξεχώρισε π τ Θεό. Πρτα λα ταν να μ τ Θεό, εὐτυχισμένα στν κόρφο του. Δὲν πρχε γ κα σ κι κενος· δν πρχε δικό σου καὶ δικ μου, δν πρχαν δυό, πρχε να· τ να, νας. Αὐτς εναι Παράδεισος πο κος, κανένας λλος· π κε ξεκινήσαμε, αὐτν θυμται κα λαχταρίζει ψυχ ν γυρίσει· βλογημένος θάνατος! τί ᾿ναι ὁ θάνατος, θαρρες; να μουλάρι, τ καβαλικεύουμε κα πμε.
Μιλοῦσε, κι σο μιλοσε τ πρόσωπό του φωτίζουνταν· γλυκό, ετυχισμένο χαμόγελο ζεχύνουνταν ἀπὸ τ χείλια του κι πιανε λο του τ πρόσωπο.νιωθες βυθίζουνταν στν Παράδεισο.
— Γιατί χαμογελᾶ
ς, γέροντά μου;
— Εἶ
ναι ν μ χαμογελ; μο ποκρίθηκε· εμαι ετυχής, παιδί μου· κάθε μέρα, κάθε ὥρα, γρικ τ πέταλα το μουλαριο, γρικ τ Χάρο ν ζυγώνει.
Εἶχα σκαρφαλώσει τ βράχια γι ν ξομολογηθ στν γριο τοτον παρνητὴ τῆς ζωῆς· μ εδα τανκόμα πολ νωρίς· ζω μέσα μου δν εχε ξεθυμάνει,γαποσα πολ τν ρατ κόσμο, λαμπε ωσφόρος στ μυαλό μου, δν εἶχε φανιστε μέσα στν τυφλωτικ λάμψη το Θεο. ργότερα, συλλογίστηκα, σὰ γεράσω, σν ξεθυμάνω, σν ξεθυμάνει μέσα μου κι ωσφόρος.
Σηκώθηκα. Ἄσκωσε γέροντας τ κεφάλι.
— Φεύγεις; ἔ
καμε· ε στ καλό· Θες μαζί σου.
Καὶ
σ λίγο, περιπαιχτικά:
— Χαιρετίσματα στὸ
ν κόσμο.
— Χαιρετίσματα στὸ
ν ορανό, ντιμίλησα· κα πς στ Θε, δ φταμε μες, φταίει αὐτς πο καμε τν κόσμο τόσο ὡραο.